Σε αυτή την σελίδα μπορούμε να δούμε ολοκληρωμένες εργασίες με τα μέρη που παρουσιάζονται στην αρχική σελίδα σε μια πιο λεπτομερή και ολοκληρωμένη μορφή. Οι εργασίες αυτές έχουν πραγματοποιηθεί από μαθητές του 4ου Γυμνασίου Σπάρτης και έχουν ως σκοπό να προβάλλουν τις άγνωστες πλευρές της περιοχής μας.
Το μνημείο βρίσκεται πλησίον του οικισμού
Καραβά .Συνδέει το δρόμο που έρχεται από βόρεια, από τον Βουρλιά με τον δρόμο
που συνεχίζει στη δυτική όχθη του Ευρώτα προς τον Μυστρά και τα ερείπια της
Αρχαίας Σπάρτης. Βρισκόταν δηλαδή πάνω στον βασικό δρόμο που ένωνε την
Τριπολιτσά με το Μυστρά-και τη Σπάρτη μετά την ίδρυσή της το 1834.Αναμφισβήτητα
έχει συνδεθεί με τις μνήμες αρκετών κατοίκων του.
Έτσι προκύπτει μια αντίθεση: Στο ίδιο κτίσμα παρουσιάζονται 2 διαφορετικές τεχνοτροπίες ως προς το χρόνο της πρώτης χρήσης τους. Από την μια η χρήση της τεχνικής του τόξου των σφηνοειδών λίθων, Ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και από την άλλη η χρήση πολυγωνικών τοίχων με ευθείες οριζόντιες συνδέσεις που χρονολογούνται κατά την περίοδο της Ελληνιστικής εποχής. Αυτή η χρονική διαφορά της χρήσης των δύο τεχνοτροπιών σηματοδότησε και την διαφορετική άποψη χρονολόγησης του κτίσματος του γεφυριού. Η μία άποψη είναι ότι το γεφύρι κτίστηκε στα ελληνιστικά χρόνια ενώ η άλλη ότι είναι κτίσμα Ρωμαϊκής εποχής.
-Τα ελληνιστικά χρόνια ξεκινούν το 323π.Χ. ως το 30π.Χ.
-Τα Ρωμαϊκά χρόνια ξεκινούν το 30π.Χ. και περατούνται μετά από 4 αιώνες.
Επομένως οι απόψεις διίστανται για την εποχή δημιουργίας τους γεφυριού. Βάση κάποιων μελετών γνωρίζουμε τα παρακάτω.
Τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια συνήθως είναι χτισμένα σε μια ιδιαίτερη αλλά και σε πολλές περιπτώσεις δυσπρόσιτη θέση. Εξαιτίας της δυσπρόσιτης θέσης τους αλλά και της έντονης αστυφιλίας που καταδυναστεύει την ελληνική ύπαιθρο τις περισσότερες φορές τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια δεν αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του άμεσου περιβάλλοντος των Ελλήνων και οι γνώσεις τους σχετικά με αυτά είναι περιορισμένες έως ανύπαρκτες. Πάρα πολλά έχουν περιέλθει σε αχρηστία και αναπόφευκτα έχουν γίνει βορά στη φθοροποιό δύναμη του πανδαμάτορα χρόνου.
Πέτρα, τούβλα και άλλα τέτοια υλικά, που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή τοξωτών γεφυρών, είναι ισχυρά στη συμπίεση και κάπως έτσι στη διάτμηση, αλλά δεν μπορούν να αντισταθούν σε μεγάλη βαθμό στην τάση. Για αυτό τον λόγο, οι λιθόκτιστες τοξωτές γέφυρες σχεδιάζονται έτσι ώστε να είναι συνεχώς υπό συμπίεση. Κάθε τόξο είναι κατασκευασμένο πάνω από ένα προσωρινό σκελετό, γνωστό ως κεντράρισμα. Στις πρώτες γέφυρες συμπίεσης, μια πέτρα-κλειδί (τελευταία βασική πέτρα)στη μέση της γέφυρας έφερε το βάρος της υπόλοιπης γέφυρας. Όσο περισσότερο βάρος βάζουμε στη γέφυρα, τόσο πιο ισχυρή είναι η δομή της. Στις τοξωτές γέφυρες χρησιμοποιούν μια ποσότητα υλικών πληρώσεως (συνήθως συμπιεσμένα χαλίκια) πάνω από το τόξο για να αυξήσουν αυτό το βάρος στη γέφυρα και να αποτρέψουν την εμφάνιση τάσης στον δακτύλιο τόξου καθώς τα φορτία κινούνται κατά μήκος της γέφυρας.
Άλλα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή αυτού του τύπου γέφυρας ήταν τούβλο και μη ενισχυμένο σκυρόδεμα. Όταν κατασκευάζεται μια τοξωτή γέφυρα, οι γωνίες των όψεων κόβονται για να ελαχιστοποιηθούν οι διατμητικές δυνάμεις. Όπου χρησιμοποιείται τυχαία λιθοδομή (αυτή γίνεται με κονίαμα το οποίο πρέπει να στεγνώσει πριν αφαιρεθεί η σκαλωσιά), οι πλάκες σμιλεύονται μαζί και το κονίαμα αφήνεται να τοποθετηθεί πριν αφαιρεθεί το φινίρισμα.
Εργάστηκαν:
Γλεντζέ Άννα
Καραχάλιου Ρένια
Βάθη Νικομάχη
Νικολοπούλου Ανδρομάχη
Κυριακίδη Σοφία
Μάρκου Αγγελική
Μιχαλαριάς Μιχάλης
Σωτηρόπουλος Βαγγέλης
Λαμπρινός Λεωνίδας
Το Γεφύρι του Κόπανου
Τα γεφύρια στην
Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την
διευκόλυνση των μεταφορών, πχ. στη διάβαση ποταμών
οι οποίοι φουσκώνουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ενώ έχουν χρησιμοποιηθεί υδατογέφυρες
για την μετακίνηση νερού, πχ. σε ρωμαϊκά υδραγωγεία.
· Η σημασία του στο παρελθόν
Το πολυθρύλητο
Γεφύρι του Κόπανου παραμένει το πιο γνωστό γεφύρι της Τουρκοκρατίας στη Νότιο
Πελοπόννησο. Το γεφύρι
του Κόπανου ήταν η πιο σημαντική γέφυρα του Ευρώτα τον 18ο και 19ο
αιώνα, πέρασμα για όλους όσους έρχονταν από τα βόρεια στο Μυστρά και στην
Σπάρτη, ένα από τα πιο όμορφα κτίσματα εκείνης της εποχής. Επίσης αποτέλεσε για
αιώνες την πιο αναγνωρίσιμη εικόνα του ποταμού Ευρώτα όπως την αποτύπωσαν και
την μετέφεραν οι Ευρωπαίοι περιηγητές στην Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο.
Αποτέλεσε για αιώνες το μοναδικό μέσο ζεύξης του Ευρώτα και έπαιξε σημαντικό
ρόλο στην επικοινωνία και μετακίνηση των κατοίκων και επισκεπτών της περιοχής
της Λακεδαιμονίας. Στα επόμενα χρόνια ο δρόμος που έφερνε στην Σπάρτη
ακολούθησε άλλες διαδρομές και το γεφύρι ξεχάστηκε . Στις τελευταίες δεκαετίες
ότι είχε απομείνει είχε πια κρυφτεί τελείως από την βλάστηση , έτσι που πολύ
δύσκολα μπορούσε κανείς να το εντοπίσει. Οι καινούριοι δρόμοι που ανοίχτηκαν
στην περιοχή έκαναν πιο πολύπλοκη την πρόσβαση στο σημείο. Συζητήσεις που γίνονται από
περιηγητές αναφέρονται αρχικά στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, διότι σε
αυτή είχε κατασκευαστεί το εν θέματι γεφύρι. Τη περίοδο εκείνη είχε αναπτυχθεί
ένα οδικό δίκτυο κύριων & δευτερευόντων αξόνων με τοπική και υπερτοπική
χρήση. Στο δίκτυο αυτό διακινούνταν τα προϊόντα της περιοχής με καραβάνια.
Είναι γνωστή η παραγωγή μεταξιού στον Μυστρά και την ευρύτερη περιοχή του, προϊόν
που ήταν & εξαγώγιμο. Διακινούνταν επίσης στρατιωτικά σώματα και πάσης
φύσεως ταξιδευτές (ευρωπαίοι διπλωμάτες, περιηγητές, Οθωμανοί αξιωματούχοι
& διοικητικοί υπάλληλοι κλπ).
·
Ημερομηνία
κατασκευής/καταστροφής(Λόγος)
Το γεφύρι χτίστηκε, μάλλον, το
1730 και γκρεμίστηκε τον Οκτώβριο του
1902,όταν μεγάλη κατεβασιά του Ευρώτα το παρέσυρε στο πέρασμά της .Την
πτώση αυτή συνόδεψαν μέχρι τις μέρες μας διάφοροι μύθοι και λαϊκοί θρύλοι, δίνοντάς
του μυθικές διαστάσεις! Απέμεινε όρθιο ένα τμήμα του στην αριστερή ανατολική
όχθη του ποταμού.
· Η θέση του και η μορφή του
Εντυπωσιακό στη θέα με το υψηλό
μονότοξο άνοιγμά του στο κέντρο, τα δύο εκατέρωθεν τοξοπαράθυρα και το
μικρότερο τόξο στο δυτικό βάθρο σε αντιδιαστολή με το μεγάλο τοξοπαράθυρο στο
ανατολικό βάθρο της ανατολικής όχθης όπως αποδίδεται <<λεπτόκορμο>>
σε αρκετές <<γκραβούρες>>.
•
Η
σημασία του σήμερα
Η σημασία του σήμερα είναι ξεχασμένη . Δεν είναι μόνο η
αρχιτεκτονική του αξία και η σημασία του για την οικονομία και την κοινωνική
ζωή της περιοχής. Θα μπορούσε να είναι ένα απτό ορόσημο αυτών των συγκεκριμένων
διαδρομών, είχε την ατυχία όχι μόνο να γκρεμιστεί αλλά και να χαθεί,
κυριολεκτικά ,να ξεχαστεί , μαζί με τον δρόμο και την ιστορία του.
· Το
γεφύρι μέσα από τα μάτια των περιηγητών
Ο Stackelberg έφτασε στο Μυστρά, στις 21 Ιουνίου του 1813,αφού
διέσχισε τη Λαγκάδα του Ταϋγέτου. Έμεινε δέκα μέρες, που τις πέρασε
ζωγραφίζοντας μεγάλα πανοραμικά τοπία της περιοχής της Σπάρτης. Την 1η
Ιουλίου, αφού έκανε «ένα αναζωογονητικό μπάνιο στα υπέροχα καθαρά νερά του
γραφικού Ευρώτα», αναχώρησε για την Τριπολιτσά. Φτάνοντας στη γέφυρα «του
Κόπανου», που έστεκε όρθια μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, ζωγράφισε
αυτήν εδώ την άποψη. Ο βαρόνος OttoMagnusStackelberg (1786-1837) είχε γεννηθεί
στο Ταλίν της Εσθονίας και είχε σπουδάσει στη Γερμανία. Η αριστοκρατική
οικογένειά του τον προόριζε για διπλωμάτη, αλλά όταν πήγε στην Ιταλία κατάλαβε
ότι αυτό που ήθελε ήταν να ταξιδεύει, να ζωγραφίζει και να λατρεύει την τέχνη
και την φύση. Το χαρακτικό του Ευρώτα περιλαμβάνεται στον μνημειώδη τόμο, με
τίτλο LaGrèce, που εξέδωσε το 1830-1834 στο Παρίσι. Συνοδεύεται από το
εξής κείμενο:
«Ο Ευρώτας, ο πιο μεγάλος ποταμός της Λακωνίας, ξεχωρίζει για την ομορφιά και την διαύγεια των νερών του και για τις γραφικές του όχθες.
Το πλήθος των κύκνων που άλλοτε τον σκέπαζε τόνιζε ακόμα περισσότερο τη γοητεία
αυτού του ποταμού. Οι λατίνοι ποιητές Μαρτιάλης και Στάτιος μιλάνε γι’αυτούς, και για την πολυτελή συνήθεια των
Ρωμαίων να γεμίζουν τα στρώματά τους με πούπουλα κύκνων των Αμυκλών. Αυτά τα
πουλιά πρέπει να έχουν εξαφανιστεί ολότελα, γιατί οι σύγχρονοι ταξιδιώτες
συμφωνούν πώς δεν τα βλέπουν, πράγμα που εξηγείται φυσικά από το μεγάλο εμπόριο
που γινόταν κάποτε με τα πούπουλά τους. Οι πηγές του Ευρώτα, που σήμερα τον
λένε Βασιλοπόταμο, βρίσκονται δίπλα στις πηγές του Αλφειού, κοντά στην αρχαία
πόλη Ασέα […] Ο Αλφειός ρέει προς το βορρά, ενώ ο Ευρώτας ρέει προς το νότο και
εισέρχεται στην πεδιάδα της Σπάρτης μέσα από μία στενή κοιλάδα που βρίσκεται
στο βόρειο τμήμα του Ταΰγετου. Από αυτό το σημείο έχει ζωγραφιστεί από η άποψη, στο δρόμο που πάει από τη Σπάρτη
στην Τεγέα, δίπλα στην γέφυρα που χτίστηκε πρόσφατα πάνω στον ποταμό. […] Μέσα
σ’αυτή τη στενή κοιλάδα, τα βράχια συνδυάζονται με γραφικό τρόπο με το
εξαιρετικά ψηλό τόξο της γέφυρας που έχτισαν οι Έλληνες με διαταγή των Τούρκων.
Σ’αυτό το σημείο η όχθη είναι στολισμένη με ροδοδάφνες και λυγαρίες.· Η
διαφάνεια των νερών σε καλεί να βουτήξεις μέσα τους. Στην αρχαιότητα, κάθε
Σπαρτιάτης όφειλε να βουτήξει μόλις γεννιόταν, έτσι ώστε το ιερό ποτάμι να
δυναμώσει το κορμί του και να γίνει ένας άξιος πολίτης της Σπάρτης. Από την
κορφή του υψώματος που βρίσκεται πάνω από τον ποταμό απολαμβάνει κανείς μια
πολύ εκτεταμένη θέα, που αγκαλιάζει από τη μια μεριά την πεδιάδα της Σπάρτης
και από την άλλη τη Μεγαλόπολη. Απέναντι, το μάτι χώνεται μέσα στη Λαγκάδα, τη
μεγάλη χαράδρα του Ταΰγετου.»
ΜΥΘΟΣ
ΝΕΡΑΙΔΑΣ
“Λέγεται πως μια νεράιδα κατοικούσε στα
θεμέλια του γεφυριού και δεν άκουσε το θόρυβο από το κατέβασμα του Ευρώτα, το
οποίο την έπνιξε. Από τότε το γεφύρι έμεινε έτσι και δεν το έφτιαξε κανένας.
Λένε ακόμη, πως τις άγριες νύχτες ακούγονται βογκητά και ότι αυτά είναι το
κλάμα της νεράιδας, που δεν πρόλαβε να στηρίξει τα θεμέλια και να γλυτώσει το
γεφύρι. Τις γλυκές όμως νύχτες με φεγγάρι ακούγεται το γλυκό τραγούδι της
νεράιδας, που θυμάται τις περασμένες όμορφες στιγμές του γεφυριού"
Εργάστηκαν:
Μαγέτος Σταύρος
Νικολέτος Γιάννης
Κομποχόλης Λάμπης
Κουτρουμπή Σταύρη
Μακρή Ήβη
Μπαγετάκος Πολύδωρος
Παγκράτης Σπύρος
Το γεφύρι του Παυσανία
Μόλις
λίγα χιλιόμετρα νότια της Σπάρτης, στον κάμπο της Λακεδαίμονος και πολύ κοντά
στους πρόποδες του Ταϋγέτου βρίσκεται η κωμόπολη του Ξηροκαμπίου. Σε αντίθεση με
την ονομασία της η κωμόπολη είναι βυθισμένη στο πράσινο, μέσα σε ένα κάμπο με
άφθονο νερό. Δυτικά του Ξηροκαμπίου, στην απόληξη των προβούνων του ανατολικού Ταϋγέτου
και στην έξοδο του φαραγγιού του Ανακώλου, του οποίου ρέει ο ποταμός Ερασίνος
(Ρασίνα), ο επισκέπτης μένει έκθαμβος στο αντίκρισμα του γεφυριού του Παυσανία που
ενώνει 2 όχθες. Ένα γεφύρι πραγματικά ανεπανάληπτης δομικής κατασκευής, ηλικίας
2.000 χρόνων, που αποτελεί το αρχαιότερο γεφύρι στην Ευρώπη καθώς και το
μοναδικό εν ενεργεία. Από το γεφύρι αυτό φαίνεται να πέρασε ο Παυσανίας
κατευθυνόμενος νότια της Σπάρτης. Το γεφύρι του Ξηροκαμπίου χρονολογείται την περίοδο
της ύστερης ελληνιστικής περιόδου. Το κτίσιμο των γεφυριών εκείνη την εποχή δεν
αποτελούσε ένα μνημείο καλλιτεχνικής δημιουργίας αλλά μια πρακτική ανάγκη
διακίνησης προϊόντων για την εξυπηρέτηση του κοινού.
· Τεχνική
χτισίματος του Γεφυριού
Το
γεφύρι αποτελείται από 4 μέρη: τους λαξευτούς ογκόλιθους των θεμελίων, το τόξο
των σφηνοειδών λίθων, τις λαξευτές λίθινες πλάκες (ως βάση του ελάχιστα
σωζόμενου στηθαίου) και τους πολυγωνικούς τοίχους. Η θεμελίωση του τόξου
γίνεται πάνω σε βράχους, ενώ οι ογκόλιθοι των θεμελίων είναι λαξευμένοι. Στην
δυτική του πλευρά έχουν τοποθετηθεί 2 λαξευτοί ογκόλιθοι σε κεκλιμένο επίπεδο
για την αποφυγή λάξευσης των φυσικών βράχων. Το τόξο διαγράφει ημικύκλιο
ακτίνας 3,70μ., αποτελείται από σφηνοειδής πέτρες 32 σειρών σε πλάτος και βάθος
στο εσωτερικό του τόξου 0,38μ. και 0,57μ. αντίστοιχα. Στο μέσο του γεφυριού,
πάνω από το τόξο, έχουν τοποθετηθεί λαξευμένες πλάκες του στηθαίου, το οποίο
βέβαια σήμερα δεν υπάρχει. Οι τοίχοι έχουν κτισθεί πολυγωνικά και γεμίζουν τους
χώρους ανάμεσα στο σκελετό της γέφυρας. Ο δρόμος αυτός ήταν πάντοτε σε χρήση
απ’ τους Σπαρτιάτες.
Το
πλάτος του γεφυριού είναι 3,15μ. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά δομικών στοιχείων του
γεφυριού είναι:
α. η χρήση του τόξου σφηνοειδών λίθων β. η χρήση των πολυγωνικών τοίχων
Η
τεχνική του τόξου σφηνοειδών λίθων που παρουσιάζει το γεφύρι του Ξηροκαμπίου
πρωτοεμφανίζεται σαν χαρακτηριστικό της Ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Αντιθέτως η
χρήση των πολυγωνικών τοίχων με ευθείες οριζόντιες συνδέσεις είναι
χαρακτηριστική αρχή της Ελληνιστικής εποχής. α. η χρήση του τόξου σφηνοειδών λίθων β. η χρήση των πολυγωνικών τοίχων
Έτσι προκύπτει μια αντίθεση: Στο ίδιο κτίσμα παρουσιάζονται 2 διαφορετικές τεχνοτροπίες ως προς το χρόνο της πρώτης χρήσης τους. Από την μια η χρήση της τεχνικής του τόξου των σφηνοειδών λίθων, Ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και από την άλλη η χρήση πολυγωνικών τοίχων με ευθείες οριζόντιες συνδέσεις που χρονολογούνται κατά την περίοδο της Ελληνιστικής εποχής. Αυτή η χρονική διαφορά της χρήσης των δύο τεχνοτροπιών σηματοδότησε και την διαφορετική άποψη χρονολόγησης του κτίσματος του γεφυριού. Η μία άποψη είναι ότι το γεφύρι κτίστηκε στα ελληνιστικά χρόνια ενώ η άλλη ότι είναι κτίσμα Ρωμαϊκής εποχής.
Το
όλο θέμα προώθησε με μια παρατήρηση ο αρχαιολόγος Herman-Josef Hoper. Παρατήρησε πως τα προεξεχόμενα τμήματα των
σφηνοειδών λίθων προς την πλευρά της κοιλάδας έχουν λαξευτεί ενώ προς την
πλευρά του βουνού είναι αλάξευτα. Το γεγονός αυτό της παραμέλησης της οπίσθιας
πλευράς του γεφυριού ο Hoper, το θεώρησε χαρακτηριστικό της ρωμαικής
εποχής.
Η προσέγγιση της χρονολογίας
δημιουργίας του γεφυριού είναι δύσκολη καθώς είναι μεγάλα τα χρονικά πλαίσια
μεταξύ των δύο εποχών. -Τα ελληνιστικά χρόνια ξεκινούν το 323π.Χ. ως το 30π.Χ.
-Τα Ρωμαϊκά χρόνια ξεκινούν το 30π.Χ. και περατούνται μετά από 4 αιώνες.
Επομένως οι απόψεις διίστανται για την εποχή δημιουργίας τους γεφυριού. Βάση κάποιων μελετών γνωρίζουμε τα παρακάτω.
Κατά
την ελληνιστική εποχή η Σπάρτη περνούσε κρίμισες καταστάσεις. Οι πόλεμοι, οι
ήττες, οι αναστατώσεις, οι εκστρατείες καθώς και οι εμφύλιοι βρήκαν την Σπάρτη
σε άσχημη στιγμή που με προσπάθεια απέφευγε την κατάρρευση. Ως εκ τούτου σε μια
τόσο εξαθλιωμένη οικονομικά χώρα δεν ήταν εφικτό να προσδοκά κανείς να
κατασκευαστούν έργα τόσο σε πολιτιστικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο για το
κοινό όφελος.
Από
την άλλη κατά την ρωμαϊκή εποχή οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Εκείνη την
περίοδο πραγματοποιήθηκε η ναυμαχία του Ακτίου, στην οποία συμμετείχε η Σπάρτη
με το μέρος του στρατηγού Οκταβιανού. Η νίκη σε αυτή την μάχη οδήγησε την
Σπάρτη σε ανάπτυξη καθώς και στην αρχή μιας νέας ‘ιστορίας’. Τότε ορίστηκε ο
Ευρικλής ως ηγεμόνας των Λακεδαιμονίων που είχε έντονη δραστηριότητα και
δημιούργησε οικοδομήματα κοινής ωφέλειας. Γύρω από το γεφύρι, την εποχή εκείνη
βρισκόντουσαν λατομεία ενώ η μεταφορά μαρμάρων ήταν εξαιρετικά σημαντική και
συχνή. Επομένως η χρήση των γεφυριών ήταν απαραίτητη όχι μόνο λόγω της αντοχής
τους αλλά και επειδή μειωνόντουσαν οι αποστάσεις. Άρα το γεφύρι του Παυσανία
χαρακτηρίζεται έργο της ρωμαϊκής εποχής και συγκεκριμένα μεταξύ του 30π.Χ. και
του 10π.Χ.
Από
την άλλη όμως υπάρχουν και κάποιοι μύθοι της τοπικής παράδοσης που αναφέρονται
στους μυκηναϊκούς χρόνους.
·
Ο
1ος μύθος αναφέρει ότι: από το γεφύρι αυτό πέρασε ο Πάρις, γιος του Πριάμου με
την ωραία Ελένη του Μενέλαου, κατευθυνόμενοι προς την νησίδα Κρανάη του
Γυθείου, απ’ όπου απέπλευσαν προς την Τροία.
·
Ο
2ος μύθος αναφέρει ότι: από το ίδιο γεφύρι πέρασε ερχόμενος από την Καρδαμύλη
μέσα από τον Ταΰγετο, ο γιος του Αχιλλέα, Πύρρος ή αλλιώς Νεοπτόλεμος για να
πάει στην Σπάρτη να παντρευτεί την κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, Ερμιόνη.
·
Ο
3ος μύθος αναφέρει ότι: ο Τηλέμαχος πέρασε από αυτό το γεφύρι ερχόμενος απ’ την
Πύλο, το βασίλειο του Νέστορα για να πάει στην Σπάρτη να ρωτήσει τον Μενέλαο
για τον πατέρα του, Οδυσσέα.
Και
οι 3 περιπτώσεις αναφέρονται στους Μυκηναϊκούς χρόνους γύρω από τον Τρωικό
πόλεμο και συμβάντα περί το 1180π.Χ. Στο θέμα όμως αυτό δεν χρειάζεται να
δίνεται ιδιαίτερη βάση, καθώς, οι μύθοι δεν στηρίζονται σε πραγματικά ιστορικά
γεγονότα, αλλά σε γεγονότα που αναφέρονται στην παράδοση. Υπάρχει βέβαια και
ακόμη ένας λόγος εξίσου απλός. Εκείνη την περίοδο φαίνεται να μην υπάρχει αυτή
η κατασκευαστική αρχή γεφυριών.
Επίσης
ο προϊστορικός αρχαιολόγος κ. Χρήστος Τσούντας, είχε την γνώμη πως αυτόν τον
δρόμο είχε κατορθώσει να φτάσει ο Αριστοτέλης διασχίζοντας τον Ταΰγετο από ένα
νότιο πέρασμα και όχι από το γνωστό βορειότερο του Μυστρά, απ’ όπου περνάει ο
σημερινός δρόμος Σπάρτης-Καλαμάτα. Από την άλλη ο αρχαιολόγος Λουδοβίκος Ρος
στις 13 Μαΐου 1834, είδε το γεφύρι, όταν συνόδευε το διάδοχο της Βαυαρίας και
τη νεαρή βασίλισσα Αμαλία.
Λιθόκτιστα τοξωτά
γεφύρια
Λιθόκτιστα
τοξωτά γεφύρια θα συναντάμε σε αρκετά σημεία του νομού, δείγματα της άριστης
τεχνικής που κατείχαν οι πρωτομάστορες της περιοχής. Η φήμη τους δεν
άργησε να εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα και τα Βαλκάνια, γι' αυτό και βλέπουμε σε
πολλές περιοχές της Ελλάδας (Θεσσαλία, Πελοπόννησο κ.ά.) γεφύρια που
κατασκεύασαν Ηπειρώτες μάστορες.
Τα
περισσότερα κατασκευάστηκαν την περίοδο της τουρκοκρατίας από την ανάγκη της
επικοινωνίας των χωριών - κυρίως των ορεινών - μιας και είχαν αποτραβηχτεί σε
δύσβατα μέρη για να αποφύγουν τον τουρκικό ζυγό.
Η όλη ποιότητα κατασκευής τους ήταν τόσο περίτεχνη και γερή, που αρκετά από αυτά χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα.
Η όλη ποιότητα κατασκευής τους ήταν τόσο περίτεχνη και γερή, που αρκετά από αυτά χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα.
Τα τοξωτά γεφύρια έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους το τόξο, το
οποίο προσδίδει την απαραίτητη σταθερότητα και τους δίνει μια ιδιαίτερη χάρη
και ομορφιά. Διακρίνονται σε πολλές μορφές αναλόγως των χαρακτηριστικών τους.
Η Πελοπόννησος δεν διαθέτει τον ίδιο αριθμό γεφυριών με την υπόλοιπη Ελλάδα διότι δεν διαθέτει μεγάλη ενδοχώρα ούτε μεγάλα ποτάμια, σε σύγκριση με την ηπειρωτική Ελλάδα (άλλωστε, είναι νησί ουσιαστικά η ίδια, αφού περιβρέχεται από θάλασσα) και η έμφαση στην περιοχή αυτή έχει δοθεί κυρίως από το παρελθόν στις θαλάσσιες μεταφορές.Τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια συνήθως είναι χτισμένα σε μια ιδιαίτερη αλλά και σε πολλές περιπτώσεις δυσπρόσιτη θέση. Εξαιτίας της δυσπρόσιτης θέσης τους αλλά και της έντονης αστυφιλίας που καταδυναστεύει την ελληνική ύπαιθρο τις περισσότερες φορές τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια δεν αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του άμεσου περιβάλλοντος των Ελλήνων και οι γνώσεις τους σχετικά με αυτά είναι περιορισμένες έως ανύπαρκτες. Πάρα πολλά έχουν περιέλθει σε αχρηστία και αναπόφευκτα έχουν γίνει βορά στη φθοροποιό δύναμη του πανδαμάτορα χρόνου.
Πέτρα, τούβλα και άλλα τέτοια υλικά, που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή τοξωτών γεφυρών, είναι ισχυρά στη συμπίεση και κάπως έτσι στη διάτμηση, αλλά δεν μπορούν να αντισταθούν σε μεγάλη βαθμό στην τάση. Για αυτό τον λόγο, οι λιθόκτιστες τοξωτές γέφυρες σχεδιάζονται έτσι ώστε να είναι συνεχώς υπό συμπίεση. Κάθε τόξο είναι κατασκευασμένο πάνω από ένα προσωρινό σκελετό, γνωστό ως κεντράρισμα. Στις πρώτες γέφυρες συμπίεσης, μια πέτρα-κλειδί (τελευταία βασική πέτρα)στη μέση της γέφυρας έφερε το βάρος της υπόλοιπης γέφυρας. Όσο περισσότερο βάρος βάζουμε στη γέφυρα, τόσο πιο ισχυρή είναι η δομή της. Στις τοξωτές γέφυρες χρησιμοποιούν μια ποσότητα υλικών πληρώσεως (συνήθως συμπιεσμένα χαλίκια) πάνω από το τόξο για να αυξήσουν αυτό το βάρος στη γέφυρα και να αποτρέψουν την εμφάνιση τάσης στον δακτύλιο τόξου καθώς τα φορτία κινούνται κατά μήκος της γέφυρας.
Άλλα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή αυτού του τύπου γέφυρας ήταν τούβλο και μη ενισχυμένο σκυρόδεμα. Όταν κατασκευάζεται μια τοξωτή γέφυρα, οι γωνίες των όψεων κόβονται για να ελαχιστοποιηθούν οι διατμητικές δυνάμεις. Όπου χρησιμοποιείται τυχαία λιθοδομή (αυτή γίνεται με κονίαμα το οποίο πρέπει να στεγνώσει πριν αφαιρεθεί η σκαλωσιά), οι πλάκες σμιλεύονται μαζί και το κονίαμα αφήνεται να τοποθετηθεί πριν αφαιρεθεί το φινίρισμα.
Εργάστηκαν:
Γλεντζέ Άννα
Καραχάλιου Ρένια
Βάθη Νικομάχη
Νικολοπούλου Ανδρομάχη
Κυριακίδη Σοφία
Μάρκου Αγγελική
Μιχαλαριάς Μιχάλης
Σωτηρόπουλος Βαγγέλης
Λαμπρινός Λεωνίδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου